
Ρούφηξε μια γουλιά από τον εσπρέσο της, και με μια κομψή κίνηση, ακούμπησε το ποτηράκι στο φλιτζάνι. Δεν ακούστηκε ο παραμικρός ήχος. Θαρρείς και η πορσελάνη, ήταν από βελούδο.
Τράβηξα μια βαθιά τζούρα, από το τσιγάρο, που κόντευε να κάψει τα δάκτυλά μου και το έσβησα άτσαλα, στο ξεχειλισμένο από αποτσίγαρα, τασάκι.
-Λοιπόν;
-Πρέπει να κόψεις το τσιγάρο, αμέσως. Σου θαμπώνει την επιδερμίδα και σου προσθέτει χιλιάδες ρυτίδες, στο άνω χείλος. Κοντολογίς, σε κάνει να δείχνεις γριά, κοριτσάκι μου!
Την αγριοκοίταξα και τράβηξα ένα καινούριο τσιγάρο από το πακέτο. Έχω ακούσει, διαβάσει, βιώσει, πολλές από τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος. Αυτό όμως…
Άκου εκεί, να το κόψω για να μην ρυτιδιάσω! Αλλά τι περίμενες…
Έριξα μια καλύτερη ματιά στη φιλενάδα μου. Εντυπωσιακά όμορφη. Απ’ αυτές όμως τις φτιαγμένες. Που ξυπνούν το πρωί, λίγο νωρίτερα από τον άντρα τους, τρυπώνουν στο μπάνιο και στα κρυφά και σιγανά, πλένουν δόντια, απλώνουν μέηκ απ σ’ όλο το μούτρο, πλακώνονται στη μάσκαρα, χτυπούν λίγο ρουζ και λιπ γκλος και …ξαναξαπλώνουν δίπλα στον -μακριά νυχτωμένο- γκόμενο. Και μόνο αφού ξυπνήσει αυτός, κάνουν πως τεντώνονται, αγουροξυπνημένες, τάχα μου δήθεν….
Πως είπατε; Χαχαχα σ’ εσάς ΔΕΝ έτυχε ποτέ;;;
Καλά ρε παιδιά. Αλλά, τον όρκο, καλού κακού, μην τον πάρετε.
Απ’ αυτές είναι λοιπόν η φιλενάδα μου, που όση ώρα την παρατηρούσα, είχε αρχίσει να μου ξεφουρνίζει διάφορα, περί συντήρησης.
Όχι, συντήρησης τροφίμων στο ψυγείο. Συντήρησης της νεότητας, μου το ‘πε.
-Βρε καλή μου, αντέτεινα. Τα χρόνια περνούν και όσο κι αν το θέλουμε, πίσω δεν γυρνούν.
Μάταια προσπάθησα να την πείσω…
Έγειρε πίσω με χάρη –που είμαι σίγουρη ότι προβάρει στον καθρέφτη- και με κοίταξε θαρρείς και κατέβηκα από τα Γκράβαρα.
-Που ζεις χρυσή μου. Σήμερα κάθε γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της και τους γύρω της, έχει τον προσωπικό της πλαστικό χειρουργό.
-Καλέ! Εγώ ούτε στον παθολόγο δεν πατάω το πόδι μου. Φοβάμαι.
-Φοβάσαι τις αρρώστιες. Ο πλαστικός δεν είναι γιατρός.
-Και τι είναι; Εργολάβος οικοδομών;
-Κόψε τις σάχλες και γράψε το τηλέφωνο του δικού μου…
-Καλέ σοβαρά στο λέω. Φοβάμαι!
-Γράφε. Εγώ φοβάμαι περισσότερο που σε βλέπω με τις ρυτίδες σαν χαράδρες στο πρόσωπό σου. Ή καλύτερα άσε μην γράφεις. Εδώ δίπλα είναι. Σήκω να πάμε τώρα. Μαζί.
Μάζεψε στα γρήγορα, κινητό, κλειδιά, που είχε ακουμπισμένα στο τραπέζι, τα πέταξε –πάντα με χάρη- στην πανάκριβη τσάντα της, και σηκώθηκε πάνω στα τακούνια της.
Μ’ άρπαξε από το χέρι και συνέχισε την κατήχηση.
-Να δεις. Αν είμαστε τυχερές και μας δεχτεί, -που θα το κάνει, γιατί μου έχει υποχρέωση, τόσες πελάτισσες του έστειλα- να δεις πως θα βγεις από το ιατρείο του. Άλλος άνθρωπος θα είσαι. Σε μισή ωρίτσα θα έχουμε τελειώσει.
Μέχρι να της αναλύσω, ότι είμαι υπέρ της φυσικότητας, της ωρίμανσης της γυναίκας, ότι έχω δεθεί ρε αδελφέ με τις ρυτίδες μου και δεν τραβώ κάνα ζόρι, ότι έτσι έχω συνηθίσει να βλέπω την φάτσα μου στον καθρέφτη, ότι φοβάμαι τους γιατρούς και τρέμω τις βελόνες και ότι φοβάμαι τους πειραματισμούς, είχαμε κιόλας φτάσει.
Βρέθηκα να κάθομαι σε πολυτελή καναπέ, δερμάτινο, δίπλα στην φίλη μου που έδειχνε σα στο σπίτι της, απέναντι από τη φίλη μου, τη φίλη μου, τη φίλη μου και τη φίλη μου!
Σάστισα!
Η φίλη μου σε πέντε διαφορετικά αντίτυπα. Όλα στον ίδιο χώρο. Όλα δίπλα και απέναντί μου.
Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ; Ποιος μου κάνει πλάκα;
Και τότε συνειδητοποίησα τι ακριβώς συνέβαινε. Ο γιατρός-μάγος-ειδικός-σωτήρας-γκουρού της αιώνιας νεότητας, πίσω από την κλειστή πόρτα, έκανε τις ίδιες επεμβάσεις, σε διαφορετικές γυναίκες. Φούσκωνε χείλη, έβαζε ζυγωματικά, έβγαζε ρυτίδες από το μέτωπο, αφαιρούσε σημάδια χρόνου από τα μάτια, προσέθετε κολλαγόνο γύρω από τα χείλη, έβαζε, έβγαζε, έκοβε, έραβε…
Και άφηνε την υπογραφή του σε κάθε πρόσωπο που του το ζητούσε και σε όλα μαζί. Τις έκανε όλες σχεδόν ίδιες. Σαν αδελφές. Τα ίδια σαρκώδη χείλη. Τα ίδια φουσκωμένα μάγουλα. Τα ίδια ανέκφραστα χαμόγελα, βλέμματα. Τα ίδια… όλα!
Βούτηξα την τσάντα μου και έφυγα σαν να με κυνηγούν. Που με κυνηγούσαν δηλαδή… Δεν γύρισα να κοιτάξω, ούτε όταν άκουσα τις κραυγές της δικιάς μου, να με καλεί πίσω. Μπουχός. Να φύγω, να μείνω εγώ.
Στο σπίτι, έπιασα από κοντά τον μεγεθυντικό καθρέφτη. Το μέτωπό μου χαρακωμένο. Από ελαφρές γραμμές. Μου θύμισε τα πεύκα που κάθε κύκλος στον κορμό του, μαρτυρά και ένα χρόνο ζωής. Τρεις οι δικές μου ρυτίδες. Μια για κάθε δεκαετία; (Καλά, καλά! Μη βαράτε. ΑΝ η πρώτη έγινε στα 10 μου…)
Και στα μάτια. Όταν γελάω, διπλώνουν πολύ. Αλλά δείχνουν τόσο χαρούμενα τα μάτια μου. Και απορία δείχνουν και ευχαρίστηση και στεναχώρια και θυμό και τα πάντα. Και είναι δικά μου. Μόνο εγώ τα έχω. Άντε και ο μπαμπάς μου από τον οποίο τα κληρονόμησα. Κανένας άλλος. Και έτσι θέλω να μείνουν. Με ρυτίδες. Να γελώ και να τονίζονται οι ρυτίδες. Να μαρτυρούν ότι έχω ζήσει. Με τόλμη, με φόβο, με λύπες και γλέντια.
Με τα πάντα. Εκτός από αγωνία.
Την αγωνία του αύριο. Των γηρατειών και της φθοράς.
Υ.Γ Ρε κορίτσια, τώρα που με βλέπω καλύτερα, στον μεγεθυντικό καθρέφτη, κάνα τηλέφωνο καλού μποτοξολόγου έχετε;
Γιατί με τον τρόπο που έφυγα από κείνον δεν έχω μούτρα να ξαναγυρίσω!!!
Υ.Γ Όχι gero.ΔΕΝ σου δίνω το τηλέφωνο της φίλης μου. Χώρια που, σιγά μη γυρίσει να σε κοιτάξει, εσένα!